δοκησίσοφος

δοκησίσοφος
-η, -ο (AM δοκησίσοφος, -ον)
αυτός που νομίζει πως είναι σοφός, μωρόσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δόκησις + σοφός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δοκησίσοφος — wise in one s own conceit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησίσοφος — ο αυτός που νομίζει ότι είναι σοφός και το επιδεικνύει, ο οιηματίας: Δεν έχει φίλους, γιατί είναι δοκησίσοφος και όλοι τον αποφεύγουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοκησίσοφον — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem acc sg δοκησίσοφος wise in one s own conceit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφοις — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφου — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφους — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφων — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφῳ — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησίσοφοι — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισοφώ — (AM δοκησισοφῶ, έω) [δοκησίσοφος] είμαι δοκησίσοφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”